- χρυσοπηληξ
- χρυσοπήληξχρῡσο-πήληξ-ηκος adj. в золотом шлеме
(Ἄρης Aesch.; στάχυς Σπαρτῶν Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρης Aesch.; στάχυς Σπαρτῶν Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσοπήληξ — χρῡσοπήληξ , χρυσοπήληξ with helm of gold masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπήληξ — και χρυσεοπήληξ, ηκος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χρυσή περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + πήληξ «περικεφαλαία» (πρβλ. εὐ πήληξ)] … Dictionary of Greek
χρυσεοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, ΜΑ βλ. χρυσοπήληξ … Dictionary of Greek
χρυσοπήληκα — χρῡσοπήληκα , χρυσοπήληξ with helm of gold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)